- αλωνίστρα
- η1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα3. χώρος γύρω από το αλώνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωνίστρα — η χώρος μέσα στο αλώνι ή γύρω απ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωνίζω — (Μ ἁλωνίζω) αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους νεοελλ. 1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια 2. χτυπώ, δέρνω 3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα 4. κάνω άνω κάτω, ενοχλώ 5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 6.… … Dictionary of Greek